κωκύματα

κωκύματα
κωκύ̱ματα , κώκυμα
shriek
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κώκυμα — κώκυμα, ύματος, τὸ (Α) [κωκύω] συν. στον πληθ. τὰ κωκύματα θρήνος, σπαραχτική κραυγή («αἴσχη τε Πέρσαις καὶ λιγέα κωκύματα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”